τρίμακρος

τρίμακρος
τρίμακρος
of three long syllables
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρίμακρος — ον, ΜΑ (στη μετρική) αυτός που αποτελείται από τρεις μακρές συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μακρός] …   Dictionary of Greek

  • тримакр — ТРИМА´КР (греч. τρίμακρος, от τρι в сложн. словах три и μακρός длинный, долгий) в античной метрике шестидольная стопа о трех долгих слогах ⌣̅⌣̅⌣̅⌣̅⌣̅⌣̅. В применении к силлаботонической системе стихосложения Т. называется иногда такой ритмический …   Поэтический словарь

  • μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”